- αναίτιος
- -ια, -ιο (Α ἀναίτιος, -ιον και -ιος, -ία, -ιον)1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος2. επίρρ. αναίτια (αρχ. -ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν ἐστι», είναι αξιοκατάκριτο«ἀναίτιος ἔσει», δεν θα κατηγορηθείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰτία.ΠΑΡ. νεοελλ. αναιτιάζω, αναιτιότητα, αναιτιώδης].
Dictionary of Greek. 2013.